- ρεγουλάρισμα
- το, Ν [ρεγουλάρω]ρύθμιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεγουλάρισμα — το ρύθμιση: Η μηχανή για να αποδώσει θέλει ρεγουλάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανόνισμα — το ο διακανονισμός, εξομάλυνση, ρεγουλάρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)